- συνεξαλείφω
- συνεξ-ᾰλείφω,A abolish also, in [voice] Pass., Plu.Cat.Mi.17, Gal.11.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεξαλείφω — Α εξαλείφω, καταργώ ταυτοχρόνως («ἡδομένων πάντων καὶ νομιζόντων συνεξαλείφεσθαι τήν τότε τυραννίδα», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
συνεξαλειφθῆναι — συνεξαλείφω abolish also aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξαλείφεσθαι — συνεξαλείφω abolish also pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξαλείφεται — συνεξαλείφω abolish also pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξαλείψας — συνεξαλείψᾱς , συνεξαλείφω abolish also aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)